1. Τό σύγχρονο φαινόμενο τῶν «μεταθανάτιων» ἐμπειριῶν.
Τὸ θέμα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς, ἔχει τὰ τελευταῖα χρόνια ἀποτελέσει ἀντικείμενο μεγάλου ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸ πλατὺ κοινὸ στὸν Δυτικὸ κόσμο. Ἔτσι τελευταῖα ἔχουν δημοσιευθεῖ ἔρευνες καὶ βιβλία ποὺ περιγράφουν «μεταθανάτιες ἐμπειρίες», στὰ ὁποῖα φημισμένοι γιατροί, κυρίως ψυχίατροι καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες, ἔχουν καταγράψει μαρτυρίες καὶ μελέτες, στηριζόμενες σὲ «ἐμπειρίες» ἀνθρώπων ποὺ πέθαναν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν ζωή, χάρις στὶς φροντίδες τῶν εἰδικῶν ἰατρῶν. Μερικὰ χρόνια πρίν, τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελοῦσε «ταμποὺ» γιὰ τὸν ἰατρικὸ κόσμο, ἐπανῆλθε δὲ στὸ προσκήνιο χάρις στὶς νέες τεχνικὲς ἐπαναφορᾶς στὴν ζωὴ τῶν «κλινικὰ νεκρῶν» μὲ διέγερση τῆς καρδιᾶς. Οἱ ἀσθενεῖς αὐτοί, μετὰ τὴν ἐπάνοδό τους στὴν ζωή, μίλησαν γιὰ τὶς ἐμπειρίες ποὺ ἔζησαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξόδου των ἀπὸ τὸ σῶμα.
2. Ἡ ἐξωσωματική ἐμπειρία.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ συμβαίνει σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πεθάνει, σύμφωνα μὲ τὶς περιγραφὲς αὐτές, εἶναι ὅτι ἀφήνει τὸ σῶμα του καὶ ὑπάρχει τελείως χωριστὰ ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ χάνει οὔτε στιγμὴ τὴν συνείδησή του. Συχνὰ μπορεῖ νὰ παρατηρεῖ τὰ πάντα γύρω του, ἀκόμα καὶ τὸ ἴδιο του τὸ νεκρὸ σῶμα (σὰν νὰ ἦταν ἕνα νεκρὸ ζῶο), βλέποντας συγχρόνως τὶς προσπάθειες τῶν ἰατρῶν νὰ τὸ ἐπαναφέρουν στὴν ζωή. Αἰσθάνεται μία ἀνώδυνη ζεστασιὰ καὶ γαλήνη σὰν νὰ πλέει ἢ νὰ αἰωρεῖται στὸν ἀέρα. Βλέπει ὅλα ὅσα διαδραματίζονται γύρω του, ἀλλὰ εἶναι τελείως ἀνίκανος νὰ ἐπιδράσει στὸ περιβάλλον του μὲ τὴν ὁμιλία ἢ μὲ τὴν ἁφὴ καὶ ἔτσι νοιώθει μία ἔντονη μοναξιὰ. Οἱ λειτουργίες τῆς σκέψης του γίνονται πολὺ πιὸ γρήγορες ἀπ᾿ ὅτι ἦταν ὅταν ἡ ψυχὴ του βρίσκονταν μέσα στὸ σῶμα.
Ἡ Dr. Elisabeth Kubler-Ross στό βιβλίο της “Death does not exist” τοῦ 1977 (σελ. 103, 104) ἀναφέρει τὴν περίπτωση μίας τυφλῆς γυναίκας, ἡ ὁποία «εἶδε» καὶ περιέγραψε τὰ πάντα μέσα στὸ δωμάτιο ποὺ «πέθανε» καὶ ὅταν ἐπανῆλθε στὴ ζωὴ ἦταν καὶ πάλι τυφλὴ - μία ἐντυπωσιακὴ ἔνδειξη, ὅτι δὲν εἶναι τὸ μάτι, οὔτε ὁ ἐγκέφαλος ποὺ σκέπτεται. Εἶναι ἡ ψυχή, ποὺ ἐπιτελεῖ τὶς λειτουργίες αὐτὲς τῶν σωματικῶν ὀργάνων γιὰ ὅσο διάστημα τὸ σῶμα εἶναι ζωντανό, ἀλλὰ μὲ δική της μόνο δύναμη, ὅταν τὸ σῶμα εἶναι νεκρό.
Μερικοὶ σχολιάζοντας τέτοιου εἴδους ἐμπειρίες, ἐκφράζουν ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ἂν τὸ πρόσωπο εἶναι πράγματι νεκρό, στὴν περίπτωση ποὺ ἐπανέρχεται στὴν ζωὴ μέσα σὲ λίγα λεπτά. Ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ μόνο ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ δώσει. Γεγονὸς ὅμως παραμένει ὅτι σ᾿ αὐτὰ τὰ λίγα λεπτά, ἀκόμα καὶ στὰ λεπτὰ ποὺ προηγοῦνται τοῦ θανάτου, οἱ ἄνθρωποι βιώνουν ἐμπειρίες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν ὡς ἁπλὲς παραισθήσεις.
3. Ἡ συνάντηση μέ τούς ἄλλους.
Μετὰ τὸν σωματικὸ θάνατο, ἡ ψυχὴ παραμένει γιὰ μικρὸ διάστημα στὴν ἀρχικὴ κατάσταση τῆς μοναξιᾶς. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, οἱ ἄνθρωποι, λίγο πρὶν πεθάνουν, βλέπουν ξαφνικὰ πεθαμένους συγγενεῖς καὶ φίλους τους (βλ. Dr. Moody “Life after Life” σελ. 44). Εἶναι ἡ λεγομένη «ὑπεραισθητὴ ἀντίληψη» ἤ ΕXP: “Εxtra Sensory Perception”.
Ἔχει παρατηρηθεῖ, κατὰ τὸν θάνατο ἁγίων ἀνθρώπων, νὰ ἐκδηλώνονται «ἔκτακτα σημεῖα τῆς χάριτος» τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλοι ἢ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὸν ἑτοιμοθάνατο, ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ δοῦν «ὁράματα ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο» (π.χ. ὑπερκόσμιο φῶς νὰ λούζει τὸν ἑτοιμοθάνατο ἢ ἄρρητη εὐωδία νὰ γεμίζει τὸν χῶρο, ἢ ὑπερκόσμιες ψαλμωδίες νὰ ἀκούγονται κ.λ.π. (βλ. σελ. 39 ἀπό τό Βιβλίο «Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ» π. Σεραφείμ Ρόουζ, Ἐκδόσεις «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ»).
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Διάλογος λέγει, ὅτι «μόνο ὁ ἑτοιμοθάνατος ἀναγνωρίζει ἄτομα», ἐνῶ στοὺς δικαίους «ἐμφανίζονται οἱ Ἅγιοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν». Ἡ διάκριση αὐτὴ δὲν ὑποδεικνύει ἁπλῶς τὴν διαφορετικὴ μεταθανάτια ἐμπειρία μεταξὺ δικαίων καὶ κοινῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν διαφορετικὴ μεταθανάτια κατάσταση ἁγίων καὶ τῶν κοινῶν ἁμαρτωλῶν. Οἱ ἅγιοι ἔχουν μεγάλη ἐλευθερία νὰ πρεσβεύουν ὑπὲρ τῶν ζώντων καὶ νὰ σπεύδουν πρὸς βοήθειά τους, ἐνῶ οἱ ἀποθανόντες ἁμαρτωλοὶ ἐκτὸς ἀπὸ πολὺ εἰδικὲς περιπτώσεις, δὲν ἔχουν καμμία ἐπαφὴ μὲ τοὺς ζῶντες.
Οἱ Πατέρες γενικῶς λέγουν ὅτι «οἱ νεκροὶ κατὰ γενικὸν κανόνα δὲν ἐμφανίζονται στοὺς ζῶντες». Οἱ περιπτώσεις ἐμφανίσεως νεκρῶν στοὺς ζῶντες εἶναι σὲ ἐλάχιστες περιπτώσεις «ἔργο τῶν ἀγγὲλων» καὶ στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἔργο τῶν δαιμόνων, ποὺ ἀποσκοποῦν νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ διαμόρφωση μιᾶς ἐσφαλμένης διδασκαλίας περὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς (πρβλ. Ἁγίου Αὐγουστίνου «περὶ φροντίδος τῶν νεκρῶν» Κεφ. 13 σελ. 378 -’Saint Augustine’s “Care for the Dead”). Γενικά θά πρέπει νά πιστεύουμε, ὅτι οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Μάρτυρες διαμέσου τῆς θείας δυνάμεως συμμετέχουν στὶς ὑποθέσεις τῶν ζώντων, ἀλλὰ οἱ νεκροὶ ἀπὸ μόνοι τους δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ παρέμβουν σ᾿ αὐτὲς. Ἔτσι, ὅταν ἔχουμε παρεμβάσεις νεκρῶν μὲ ζῶντες ἢ ἐπικοινωνία νεκρῶν μὲ ζῶντες, αὐτοὶ ποὺ φαίνονται σὰν προσφιλεῖς νεκροὶ δὲν εἶναι ἄλλοι παρὰ δαίμονες, πού μιμοῦνται τὴν φωνὴ ἢ τὴν συμπεριφορὰ τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
4. Ἐμφανίσεις ἀγγέλων καί δαιμόνων κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου.
Ἀμέσως μετὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, παραλαμβάνουν τὴν ψυχὴ δύο ἄγγελοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ φύλακας ἄγγελος καὶ ὁ δεύτερος εἶναι ὁ ἄγγελος τῆς ὑποδοχῆς. Οἱ ἄγγελοι αὐτοὶ ἔχουν σὰν ἀποστολὴ νὰ συνοδέψουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀποθανόντος στὸ μεταθανάτιο ταξίδι της, περνώντας μέσα ἀπὸ τὶς ὁμάδες τῶν ἐναερίων δαιμονίων (τὰ ἐναέρια τελώνια), τὰ ὁποῖα φορολογοῦν τρόπον τινά τὴν ψυχή, δηλ. τὴν ἐλέγχουν καὶ τὴν κατηγοροῦν (ἀληθῶς ἀλλὰ καὶ ψευδῶς κάποιες φορὲς) γιὰ διάφορες ἁμαρτίες ποὺ ἔχει διαπράξει, ὅσο ζοῦσε μὲ τὸ σῶμα της, καὶ τὴν διεκδικοῦν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, προβάλλοντας δικαιώματα ἐπ᾿ αὐτῆς, ἐὰν αὐτὴ εἶχε ἁμαρτήσει μὲ τὴν παρακίνησή τους. Οἱ ἄγγελοι τὴν ὑπερασπίζονται προβάλλοντας τὶς καλές της πράξεις ἢ τὴν μετάνοιά της.
Ἡ διαδικασία αὐτὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπώδυνη καί ταλαιπωρεῖ ἀφάνταστα τὴν ψυχὴ, ἡ ὁποία φρίττει καὶ τρέμει ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ τῆς προκαλοῦν φρίκη καὶ φόβο, μὲ τὶς φωνές, τὶς ἀπειλές τους καὶ τὴν λύσσα τῆς κακίας καὶ μοχθηρίας τους. Ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ ἀποφύγει τοὺς δαίμονες, κουρνιάζει στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ἀγγέλων ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὴν σώσουν ἀπὸ τὴν λυσσώδη κακία τῶν δαιμόνων. Τέλος τὴν 40ή ἡμέρα (ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ σώματος), ἡ ψυχὴ φθάνει μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκφέρει τὴν προσωρινὴ ἀπόφαση γιὰ τὴν τύχη της. Πρόγευση τῆς αἰώνιας μελλοντικῆς χαρᾶς ἢ πρόγευση τῆς αἰώνιας μελλοντικῆς καταδίκης. Ἡ τελικὴ κρίση καὶ ἡ τελεσίδικη κατάσταση τῆς ψυχῆς θὰ γίνει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπου θὰ κριθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν, μὲ μόνο κριτήριο: τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδωσαν στοὺς συνανθρώπους τους. Μέχρι τότε ὅμως, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μικρὴ βελτίωση στὴν κατάσταση τῶν ψυχῶν ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῶν ζώντων ὑπὲρ αὐτῶν (μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀτομικὲς προσευχὲς) καὶ τὶς ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες αὐτῶν ὑπὲρ τῶν «κεκοιμημένων».
Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ νέου (ἑορτάζει στὶς 26 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα, ἀναφέρεται μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν σωματικὸ θάνατο, διαμέσου τῶν «ἐναερίων τελωνίων». Ἀφορᾶ τὴν ψυχὴ τῆς γερόντισσας Θεοδώρας, μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας, ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της, ὑπηρετοῦσε στὸ μοναστήρι τοῦ ὁσίου Βασιλείου. Μετὰ ἀπὸ ἔντονες παρακλήσεις τοῦ ὑποτακτικοῦ τοῦ ὁσίου Βασιλείου, μοναχοῦ Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔντονη περιέργεια νὰ μάθη τί ἀπέγινε ἡ ψυχὴ τῆς γερόντισας Θεοδώρας καὶ μετὰ ἀπὸ προσευχὴ τοῦ ὁσίου, ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο τοῦ Γρηγορίου ἡ γερόντισσα καὶ τοῦ διηγήθηκε μὲ λεπτομέρειες, τὸ ταξίδι τῆς ψυχῆς της ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ σωματικοῦ της θανάτου (χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα), μέχρι νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πέρασε ἀπὸ 23 ὁμάδες δαιμόνων (τὰ ἐναέρια τελώνια), τὰ ὁποῖα ζητοῦσαν μὲ λύσσα καὶ ἀφάνταστη κακία, δικαιώματα γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ εἶχε διαπράξει μὲ τὴν προτροπή τους, σὰν ἕνα εἶδος φόρου ποὺ πληρώνει κανεὶς στὸ τελωνεῖο, ὅταν εἰσάγει πράγματα ἀπὸ ἄλλη χώρα.
Τά διάφορα τελώνια (ὁμάδες δαιμόνων ἐξειδικευμένων σὲ διάφορα ἁμαρτήματα), πού ἀναφέρει στὴν διήγησή της ἡ γερόντισσα Θεοδώρα, εἶναι τὰ ἑξῆς: «Τελώνιον» τῆς καταλαλιᾶς, τῆς ὕβρεως, τοῦ φθόνου, τοῦ ψεύδους, τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς, τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς βλασφημίας, τῆς φλυαρίας, καί τῆς μωρολογίας, τοῦ τόκου καί τοῦ δόλου, τῆς ὀκνηρίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς μέθης, τῆς μνησικακίας, τῆς μαγείας καί γοητείας, τῆς πολυφαγίας, τῆς εἰδωλολατρείας, τῆς ἀρσενοκοιτίας, τῶν χρωματοπροσώπων, τῆς μοιχείας, τοῦ φόνου, τῆς κλοπῆς, τῆς πορνείας καί τῆς ἀσπλαχνίας.
Κάθε μία ἀπὸ τὶς παραπάνω ὁμάδες ἐξέταζε καὶ ἔλεγχε τὴν ψυχὴ (ἀληθῶς ἢ πολλὲς φορὲς καὶ ψευδῶς), ἀναφέροντας συγκεκριμένες ἁμαρτίες ποὺ εἶχε διαπράξει ἢ εἶχε τὴν πρόθεση νὰ διαπράξει καὶ ζητοῦσε δικαιώματα. Οἱ ἄγγελοι δὲ ποὺ συνόδευαν τὴν ψυχή, τὴν ὑπερασπίζονταν ἀντιπαραθέτοντας στὶς ἁμαρτίες της, τὴν μετάνοιά της ἢ κάποιες καλές της πράξεις.
Ὁ ὅσιος Βασίλειος, μετὰ τὸν θάνατο τῆς γερόντισας Θεοδώρας προσευχήθηκε γι᾿ αὐτὴν καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ψυχή της. Ἡ γερόντισα, τὴν ὥρα ποὺ τὴν παρελάμβαναν οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἡ ψυχὴ της χωριζόταν ἀπὸ τὸ σῶμα της, αἰσθάνθηκε τὶς προσευχὲς τοῦ ὁσίου Βασιλείου, σὰν ἕνα «πουγγὶ» μὲ νομίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ ὅσιος στοὺς ἀγγέλους, ὡς βοήθεια γιὰ τὸ μεταθανάτιο ταξίδι τῆς ψυχῆς της. Ἔτσι λοιπόν, ὅσες φορὲς ἡ μετάνοια τῆς Θεοδώρας καὶ οἱ καλές της πράξεις, δὲν ἐπαρκοῦσαν γιὰ νὰ κατευνάσουν τὴν μανία τῶν δαιμόνων καὶ τὶς διεκδικήσεις τους, οἱ ἄγγελοι ἔδιναν στοὺς δαίμονες κάτι, ὡς πληρωμή, ἀπὸ τὸ «πουγγὶ» μὲ τὰ νομίσματα ποὺ εἶχε δώσει σ᾿ αὐτοὺς ὁ ὅσιος. Ἔτσι μὲ τὴν βοήθεια τῶν προσευχῶν τοῦ ὁσίου Βασιλείου, ἡ ψυχὴ τῆς Θεοδώρας, πέρασε τὴν δοκιμασία τῶν «ἐναέριων τελωνίων», χωρὶς σημαντικὲς ἀπώλειες, μπῆκε στὴν πύλη τοῦ Οὐρανοῦ καὶ μετὰ τὴν 40ή μέρα ἀπὸ τὸν θάνατό της, τοποθετήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸ «παλάτι» ποὺ ἦταν προορισμένο γιὰ τὸν ὅσιο Βασίλειο καὶ τοὺς ὑποτακτικούς του.
5. Τό “φωτεινό ὄν”.
Τὸ φωτεινὸ ὂν πού ἐμφανίζεται, σὲ ὅλες τὶς σύγχρονες μεταθανάτιες ἐμπειρίες, δὲν εἶναι ἕνας ὁδηγὸς ἄγγελος, ἀφοῦ τὸ ὂν αὐτὸ δὲν ἔχει συγκεκριμένη μορφή, δὲν ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ πουθενά. Σταματᾶ γιὰ νὰ διαλεχθεῖ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τῆς δείχνει, σὲ ταχύτατη ἀναδρομὴ τὰ περασμένα γεγονότα τῆς ζωῆς της. Δὲν εἶναι στὴν πραγματικότητα ἄγγελος, κάθε ὂν ποὺ ἐμφανίζεται ὡς ἄγγελος, ἀφοῦ «αὐτὸς γὰρ ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτὸς» (β’ Κορινθ. ια΄ 47). Ἔτσι λοιπὸν τὰ ὄντα ποὺ ἔχουν τὴν μορφὴ ἀγγέλων, δὲν μποροῦν πάντοτε νὰ ταυτισθοῦν μαζί τους. Αὐθεντικὲς συναντήσεις μὲ ἀγγέλους, στὶς σύγχρονες μεταθανάτιες ἐμπειρίες, δὲν συμβαίνουν σχεδὸν ποτέ.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν, «τὸ φωτεινὸν ὂν» πού ἐμφανίζεται ὡς ἄγγελος, νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνας δαίμονας μεταμφιεσμένος σὲ ἄγγελο φωτός, προκειμένου νὰ βάλει σὲ πειρασμὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο, ἀκόμα καὶ τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ ἀφήνει τὸ σῶμα. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ἀκόμα καὶ σὲ βίους Ἁγίων, συναντᾶμε περιπτώσεις δαιμονικῶν ὁράσεων κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποὺ ἀποσκοποῦν νὰ τρομοκρατήσουν τὸν ἀποθνήσκοντα καὶ νὰ τὸν κάνουν νὰ χάσει κάθε ἐλπίδα γιὰ τὴν σωτηρία του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. «Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ»
π. Σεραφείμ Ρόουζ – Ἐκδόσεις «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ».
2. Ὁ τελωνισμὸς τῶν ψυχῶν κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Θανάτου.
ΠΗΓΗ:
http://enromiosini.gr/