Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ


Το Μάϊο του 1981, μόλις ένα χρόνο πριν αναπαυθεί, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ προσεκλήθη να δώσει μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στη Σάντα Κρουζ. Το ακροατήριό του θα αποτελείτο από φοιτητές ενός τμήματος συγκριτικής των θρησκειών, που λεγόταν «Θρησκείες του κόσμου στις Ηνωμένες Πολιτείες».


Η Σάντα Κρουζ ήταν ένα κέντρο της πνευματικής αναζήτησης που είχε εξαπλωθεί σ’ όλο το έθνος, και έφτασε στο αποκορύφωμά της στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας
του ’70. Ίχνη της κίνησης αυτής συνέχισαν να υπάρχουν και στη διάρκεια του ’80. Οι νέοι που είχαν έρθει να ακούσουν την ομιλία του π. Σεραφείμ είχαν ταξιδέψει σε μια μεγάλη ποικιλία πνευματικών μονοπατιών. Εκείνη την εποχή ήταν δημοφιλείς στη Σάντα Κρουζ διάφοροι γκουρού που υπόσχονταν φώτιση ή θάμπωναν τους ανθρώπους με θαύματα: ο Ραζνίς, ο Μουκτανάντα, ο Σρι Τσινμόυ και πολυάριθμοι άλλοι που είχαν επιτύχει μια προσωρινή φήμη. Πολλοί αναζητητές στο Πανεπιστήμιο παρέκαμπταν τις πνευματικές πειθαρχίες που δίδασκαν οι γκουρού και ζητούσαν απ' ευθείας θρησκευτικές εμπειρίες μέσω των παραισθησιογόνων ναρκωτικών. Άλλοι πάλι, ανικανοποίητοι από την πνευματική φτώχεια της Δυτικής κουλτούρας, ζητούσαν την υψηλότερη πνευματικότητα στον θιβετιανό και στον Ζεν Βουδδισμό, ή σε δυτικοποιημένες μορφές του σαμανισμού των Ινδιάνων της Αμερικής.
 

Τελικά απέμεναν και εκείνοι που επιθυμούσαν ν’ αναζητήσουν την αλήθεια στη χριστιανική κληρονομιά τους. Πάντως ο Δυτικός Χριστιανισμός είχε αποκοπεί από καιρό από την πληρότητα
της αρχαίας του παράδοσης, και κατά συνέπεια από τη συνειδητοποίηση των πνευματικών, μεταφυσικών αρχών πάνω στις οποίες είχε βασιστεί. Γι’ αυτό εκείνοι που προσπαθούσαν να κάνουν το καλύτερο δυνατό με το σύγχρονο Δυτικό Χριστιανισμό, έτειναν να νιώθουν κάπως κατώτεροι
μπροστά στις δημοφιλείς θρησκευτικές παραδόσεις της Ανατολής, όπου οι δάσκαλοι «είχαν τη μεταφυσική τους στο μανίκι τους», για να το πούμε έτσι.
Ο π. Σεραφείμ στάθηκε μπροστά σε όλες αυτές τις βαθμίδες πνευματικών ρευμάτων έχοντας να πει κάτι διαφορετικό, κάτι που στους περισσότερους ακροατές του δεν είχε εκτεθεί ποτέ πριν.
Εκπροσωπούσε το Χριστιανισμό, την παράδοση που (σχεδόν ασυναίσθητα) επηρέαζε όλη τη Δυτική κουλτούρα, και ακόμα περισσότερο ο Χριστιανισμός του δεν ήταν ο αναιμικός, υπερφίαλος αμερικανικός, τον οποίο τόσοι πολλοί αναζητητές είχαν αφήσει πίσω για να ψάξουν κάπου αλλού.


Αντλούσε τη δική του εμπειρία από την πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας του Χριστού, που είχε καταγραφεί από θεοφώτιστους διδασκάλους τους περασμένους 20 αιώνες. Ήξερε ότι ο χριστιανισμός είχε βγάλει κακό όνομα στη Δύση∙ κι όμως πόσοι έντιμοι αναζητητές θα δίσταζαν να τον αγκαλιάσουν αν γνώριζαν τι πραγματικά ήταν;


Ο π. Σεραφείμ ήταν κάποτε ένας νεαρός Αμερικανός ιδεαλιστής που έψαχνε για την αλήθεια, όπως και οι σπουδαστές στους οποίους απευθυνόταν. Έχοντας απορρίψει τον Προτεσταντισμό από τα παιδικά του χρόνια, άρχισε να μελετά με ζήλο την ανατολική σοφία, μαθαίνοντας τη γλώσσα της αρχαίας Κίνας ώστε να μεταφράσει τα θρησκευτικά της κείμενα. Αλλά όπως διαπίστωσε μετά, η ψυχή από τη φύση της αναζητά έναν προσωπικό Θεό∙ κι έτσι οδηγήθηκε, σχεδόν σε πείσμα του
εαυτού του, πίσω στην αλήθεια του Χριστού που ξεπερνά τα πάντα. Αυτή η μεταστροφή ίσως να μη γινόταν ποτέ, αν δεν είχε ανακαλύψει την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία που ήταν σχεδόν
άγνωστη στη Δυτική κοινωνία. Κατάλαβε ότι αυτή η Εκκλησία ήταν πραγματικά η ιστορική Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός και οι Απόστολοί του, γιατί μόνη αυτή είχε διατηρήσει τη συνέχεια
και την καθαρότητα της αρχαίας χριστιανικής διδασκαλίας. Πάντως δεν ήταν η ιστορική μαρτυρία που πρώτη τον έσπρωξε ν' αγκαλιάσει την Ορθόδοξη πίστη, αφού και άλλες θρησκείες μπορούν επίσης να αξιώσουν πιστότητα στις ιστορικές αρχές τους∙ ήταν μάλλον το γεγονός ότι μόνο ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός ικανοποίησε τη δίψα του για αλήθεια: τον έφερε σε ζωντανή επαφή με τη χάρη του Θεού, του έδωσε ένα σύστημα κανόνων με βαθύ νόημα μέσα στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί πνευματικά, και παράλληλα τον εφοδίασε με τις μεταφυσικές αρχές με τις οποίες ο διεισδυτικός νους του μπορούσε να αντιληφθεί το συμπάν σαν μια ενότητα με λογική συνοχή.


Ο π. Σεραφείμ είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην έρευνα του για την αλήθεια, και όταν τη βρήκε αφιερώθηκε το ίδιο ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της. Μαζί με έναν άλλον Ορθόδοξο του ιδίου
φρονήματος ξεκίνησε μια ιεραποστολική αδελφότητα, ένα βιβλιοπωλείο κι ένα περιοδικό (Ο Ορθόδοξος Λόγος) στο Σαν Φρανσίσκο. Μερικά χρόνια μετά, η αδελφότητά του, επιθυμώντας ν’ αφήσει το θόρυβο του κόσμου και ν’ αναζητήσει το Θεό σε απομόνωση χωρίς περισπασμούς, μεταφέρθηκε στα βουνά της Βόρειας Καλιφόρνιας, όπου συνέχισε την ιεραποστολική της
δραστηριότητα μέσω του έντυπου λόγου. Πέρασε τα επόμενα 13 χρόνια, το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του, στην ερημιά ως μοναχός. Σ’ αυτό το διάστημα αναδείχθηκε σ’ ένα φαινόμενο σχεδόν άνευ προηγουμένου στις μέρες μας. Αυτή η εσωτερική αλλαγή λειτουργήθηκε σ’ αυτόν βαθμιαία από την κατάδυσή του στον εκκλησιαστικό κύκλο προσευχών και στα αιώνια γραπτά των Αγίων Πατέρων. Με το να μελετά επιμελώς τα γραπτά των Πατέρων με σκοπό να τα εφαρμόσει στην πράξη για να αναπτυχθεί πνευματικά, έγινε ικανός να σκέπτεται, να νιώθει και να πιστεύει όπως οι πρώτοι Πατέρες, μέχρι που έγινε σαν ένας από αυτούς: ένας Άγιος Πατέρας της εποχής μας, ένας από τους σπάνιους μεταβιβαστές της αναλλοίωτης χριστιανικής σοφίας στον σύγχρονο κόσμο.


Τέτοιας ολκής ήταν ο άνθρωπος που στάθηκε μπροστά στην ομάδα των φοιτητών στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Κρουζ. Με τα διαπεραστικά του μάτια, τη μακριά γενειάδα και το μαύρο
ράσο του, η εμφάνισή του ήταν τόσο χτυπητή, όσο και αυτή των γκουρού, στους οποίους συνέρρεαν οι νέοι άνθρωποι. Αλλά ο σκοπός του δεν ήταν να τους εντυπωσιάσει σ’ ένα τόσο
εξωτερικό επίπεδο: ήξερε ότι για να έρθει ο καθένας από αυτούς τους φοιτητές στην πληρότητα της αλήθειας, έπρεπε να συντελεστεί μέσα του κάτι βαθύτερο.

Ο π. Σεραφείμ ήξερε καλά πόσο αναίσθητος πνευματικά είχε γίνει ο μοντέρνος άνθρωπος, και γνώριζε ότι γι’ αυτό οι άνθρωποι χρειάζονταν συχνά κάποια υπερφυσικά «φαινόμενα», κάποιες
εμπειρίες αισθητικές αλλά φαινομενικά πνευματικές, για να αφυπνιστεί κάποια ανταπόκριση από μέρους τους. Γι’ αυτό το λόγο τόσοι πολλοί νέοι ακολουθούσαν «αγίους ανθρώπους» ή
θρησκευτικές ομάδες βάσει των θαυμάτων που έκαναν ή των «αποτελεσμάτων» που υπόσχονταν, και γι’ αυτό τα παραισθησιογόνα ναρκωτικά, οι αποκρυφιστικές πρακτικές και οι αποκαλούμενες «χαρισματικές» εμπειρίες είχαν γίνει τόσο δημοφιλείς. Ο π. Σεραφείμ ήθελε να πει στους φοιτητές
ότι αυτός ο πόθος να έχουν εμπειρία ή να δουν κάτι «πνευματικό», κάτι πέρα από την εγκόσμια καθημερινή ζωή, δεν ήταν ο σωστός λόγος για να επιχειρούν μια πνευματική αναζήτηση. Αν κάποιος είναι ειλικρινής, δεν θα αναζητήσει τίποτε άλλο παρά την πληρότητα της αλήθειας (όπως είχε κάνει ο ίδιος ο π. Σεραφείμ), και δεν θα σταματήσει σε μια κατάσταση όπου είναι παρόν μόνο ένα μέρος της αλήθειας, εξάγοντας ένα απατηλό συναίσθημα ικανοποίησης.


Είναι αλήθεια ότι ο π. Σεραφείμ είχε γίνει μάρτυρας πολλών θαυμάτων όσο ζούσε. Ένας από τους μέντορές του, ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ήταν θαυματουργός όπως οι πρώτοι Απόστολοι. Ο π. Σεραφείμ θα έλεγε στους φοιτητές για κάποια από τα θαύματά του, αλλά θα το έκανε αυτό μόνο για να τους οδηγήσει σε μια βαθύτερη εξέταση. Ο τελικός σκοπός του, ήταν, φυσικά, να αφυπνίσει τους ανθρώπους σ’ αυτό που πραγματικά ποθούσαν: τον ζώντα Χριστό. Αναγνώριζε ότι η βασική διαδικασία της μεταστροφής του σύγχρονου ανθρώπου δεν ήταν διαφορετική από αυτή των περασμένων εποχών. Η μεταστροφή λαμβάνει χώρα όταν αγγίζεται κάτι μέσα στην καρδιά όταν η καρδιά αρχίζει να φλέγεται για να έρθει σε επαφή με την αλήθεια την αποκεκαλυμμένη από το Θεό. Πριν αυτό καταστεί δυνατό, το πρόσωπο χρειάζεται συχνά να νιώσει μια έλλειψη αυτής της αλήθειας. Και να βιώσει πραγματικά την εμπειρία της δυστυχίας σαν αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης. Στον Δυτικό κόσμο της αφθονίας οι άνθρωποι συχνά αποκρύπτουν από τη συνείδησή τους αυτό το πνευματικό βασανιστήριο, έτσι απασχολημένοι που είναι με τις φυσικές διεγέρσεις και τις ανέσεις. Από την άλλη, σε χώρες όπου οι λαοί στερούνται την ελευθερία και την άνεσή τους, η πνευματική πείνα του ανθρώπου γίνεται πιο άμεση και απελπιστική. Γι’ αυτό αντιλήφθηκε ο π. Σεραφείμ, οι άνθρωποι στον ελεύθερο κόσμο έχουν να μάθουν από εκείνους που βρίσκονται πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα ένα σημαντικό μάθημα αναφορικά με την αφύπνιση της θρησκευτικής πίστης. Αλλά μπορούσαν οι πρώτοι, που ζούσαν σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «αδιαφορία για το μέλλον», να μεταφράσουν την πραγματική και ουσιαστική εμπειρία των δεύτερων σε μια μορφή που εκείνοι θα μπορούσαν ν’ αρχίσουν να καταλαβαίνουν; Ο π. Σεραφείμ το ήλπιζε, γιατί ήξερε ότι χωρίς εμπειρία του Γολγοθά και του σταυρού κανείς δεν μπορούσε να φτάσει στην πραγματική γνώση του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού.


Ένας από τους σκοπούς του π. Σεραφείμ σ’ αυτή την ομιλία ήταν να δείξει στους φοιτητές ότι η πνευματική ζωή δεν ήταν απλώς μια απόλαυση, αλλά μάλλον ένα είδος πεδίου μάχης όπου η ψυχή
εξαγνίζεται μέσω του πόνου. Για πολλούς από τους φοιτητές αυτό ήταν μια καινοφανής ιδέα γιατί ποιος από τις θρησκευτικές «μορφές» των μοντέρνων καιρών, που ήθελαν να κερδίσουν
δημοτικότητα και ακολούθους, θα καλούσε τους ανθρώπους σ’ ένα δρόμο ακατάπαυστης ταλαιπωρίας και πάλης; Πάντως τέτοιος ήταν ο δρόμος που πήρε ο ίδιος ο Χριστός, και αυτόν προέτρεψε τους ανθρώπους ν’ ακολουθήσουν.


Δυστυχώς, κρίνοντας από τις ερωτήσεις που του έθεσαν μετά τη διάλεξη, η πλειονότητα των φοιτητών έμοιαζε να έχει «χάσει το στόχο». Εκείνος είχε μιλήσει για τη στοιχειώδη αλήθεια της
χριστιανικής ζωής, για το τι σημαίνει να μεταστρέφεται και να μεταμορφώνεται η καρδιά ενός ανθρώπου από το Χριστό. Είχε αποκαλέσει την έρευνα για την αλήθεια «θέμα ζωής και θανάτου».
Σε αντίθεση με αυτή την επείγουσα ανάγκη, πολλές από τις ερωτήσεις που του έγιναν φαίνεται να κινούνταν από κάτι λίγο περισσότερο από μάταιη περιέργεια. Τον ρώτησαν τι νομίζει για τα ποικίλα «σώματα του Χριστού», για το που πίστευε ότι υπάρχει Άγιο Πνεύμα και που όχι, για τις «χίλιες και μια μικρές διαφορές» μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού κ.τ.λ. – λες και αυτοί που έθεταν τις ερωτήσεις προσπαθούσαν μάλλον να «κατηγοριοποιήσουν» αυτά που είπε, παρά να αφεθούν ώστε να συγκινηθούν από αυτά. Αυτό που εμπνέει είναι το ότι, ακόμα κι όταν αναγκάστηκε να απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις, συνέχισε να λέει την αλήθεια με αγάπη, όπως είχε κάνει κατά τη διάλεξή του, και να έλκει το νου των ανθρώπων σ’ ένα πιο πνευματικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων.


π. Δαμασκηνός (Κρίστενσεν)
 
κατεβάστε την διάλεξη
http://www.paterikoslogos.com/avraam/p.serafeim_Roouz_dialexi.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: